βουρδουλίζω

βουρδουλίζω
μετ. бить, стегать плетью, кнутом

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "βουρδουλίζω" в других словарях:

  • βουρδουλίζω — 1. δέρνω με βούρδουλα 2. διαπομπεύω, εξευτελίζω …   Dictionary of Greek

  • μαστίζω — (AM μαστίζω, Α δωρ. τ. μαστίσδω) 1. χτυπώ με μαστίγιο, μαστιγώνω, ραβδίζω, βιτσίζω, βουρδουλίζω, καμτσικίζω 2. μτφ. βασανίζω, πλήττω, χτυπώ νεοελλ. κατατρύχω, λυμαίνομαι, ερημώνω, καταστρέφω, αφανίζω, ρημάζω («οι επιδημίες μάστιζαν άλλοτε την… …   Dictionary of Greek

  • μαστιγώνω — (AM μαστιγῶ, όω, Μ και μαστιγώνω) [μάστιξ] 1. χτυπώ με μαστίγιο, βουρδουλίζω, καμ(ου)τσικίζω, βιτσίζω 2. μτφ. τυραννώ, βασανίζω, μαστίζω νεοελλ. δέρνω 2. μτφ. ασκώ αυστηρό δημόσιο έλεγχο, επιπλήττω με δριμύτητα κάποιον, επιτιμώ αυστηρά («η… …   Dictionary of Greek

  • φραγγελώνω — φραγγέλωσα, φραγγελώθηκα, φραγγελωμένος, δέρνω με φραγγέλιο, μαστιγώνω, βουρδουλίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»